- απανταχού
- (AM ἁπανταχοῡ κ. ἁπανταχῆ, κ. ἁπανταχόθι κ. ἁπανταχοῑ) σε κάθε τόπο, παντού, σε όλα τα μέρη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁπανταχοῦ — everywhere indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανταχοῦ — ἀπαντᾱ̱χοῦ , ἀπό ἀντηχέω sing in answer imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀπαντᾱχοῦ , ἀπό ἀντηχέω sing in answer pres imperat mp 2nd sg (attic doric) ἀπαντᾱχοῦ , ἀπό ἀντηχέω sing in answer imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Lyssarea — is a village in Southwestern Arcadia, Greece. It belongs to the Iraea municipality of Gortynia. It is built on slopped hillsides of “Ai Lias” and “skularas” hills and appears amphitheatric with its old stone houses and tile roofs. The oldest… … Wikipedia
ACOEMETI — Graecis Α᾿κοίμητοι dicti sunt Monachi, apud Byzantinos, quod in eorum monasteriis divinum officium noctu, diuque, nullo interpositô cessationis intervallô, celebraretur et cantaretur, divisâ hunc in finem in tres coetus Monachorum sodalitate, ita … Hofmann J. Lexicon universale
SATURNALIA — festa 5. aut 7. dierum mense Decembri Saturno dicata, quibus Romam synthesin vestem sumebant, servisque discumbentibus inserviebant: muneraque ultro citroque mitti solebant. Unde Strenarum origo. Vide Fungerum in Saturnus, Lips. l. 2. Saturnal.… … Hofmann J. Lexicon universale
Συμπανέλληνες — οἱ, Α όλοι μαζί οι Έλληνες, οι Έλληνες στο σύνολό τους, οι απανταχού Έλληνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + Πανέλληνες «όλοι οι Έλληνες»] … Dictionary of Greek
απανταχούσα — η 1. πατριαρχική εγκύκλιος 2. εγκύκλιος αρχιερέα ή ηγουμένου την οποία απευθύνει προς το ποίμνιο ή τους μοναχούς που ανήκουν στη δικαιοδοσία του 3. επιτιμητικό έγγραφο ή επιστολή 4. αυστηρή επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απανταχού + (κατάλ.) σα κατά τα… … Dictionary of Greek
κήδω — (ΑΜ κήδω) μέσ. κήδομαι ενδιαφέρομαι φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «τῶν ἁπανταχοῡ ὀρθοδόξων ἐκκλησιών κηδόμενος», Σέργ. Μακρ. β. «κήδετο γάρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνῇσκοντας ὁρᾱτο», Ομ. Ιλ. γ. «ἔγωγέ σ , εὐνοῶν γε καὶ κηδόμενος», Αριστοφ … Dictionary of Greek
φιλελληνισμός — Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αποσκοπούσε κυρίως στην ηθική και υλική ενίσχυση του ελληνισμού κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, προπάντων όμως κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 29. Το φαινόμενο του φ. συνδέεται άμεσα με το … Dictionary of Greek
Αθωνιάς Σχολή — Μια από τις πιο φημισμένες σχολές ανώτερης παιδείας, που λειτούργησε στο Άγιον Όρος κατά το δεύτερο μισό του 18ου αι. Ονομάζεται επίσης και Φροντιστήριον και Ακαδημία. Την πρωτοβουλία της ίδρυσης είχε το 1748 ο ηγούμενος της μονής Βατοπεδίου… … Dictionary of Greek